- νικητής
- vainqueur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νικητής — winner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητής — ο, θηλ. νικήτρια και νικήτρα (ΑΜ νικητής, θηλ. νικήτρια, Μ θηλ. και νικήτρα) [νικώ] αυτός που κερδίζει ή κέρδισε αγώνα οποιουδήποτε είδους, αυτός που νίκησε σε μάχη ή αγώνα εναντίον εχθρού ή αντιπάλου (α. «ο νικητής τών εκλογών» β. «αρμονία… … Dictionary of Greek
νικητής — ο θηλ. ήτρια και ήτρα αυτός που νικά σε οποιονδήποτε αγώνα: Δίχως να ιδρώσεις νικητής, δίχως αγώνα πλάστης (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νικήτης — Νικήτας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικηταῖς — νικητής winner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικηταί — νικητής winner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητοῦ — νικητής winner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητᾶν — νικητής winner masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητῇ — νικητής winner masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητήν — νικητής winner masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητῶν — νικητής winner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)